- τερυλέν
- το, Νάκλ. εμπορική ονομασία συνθετικών πολυεστερικών ινών και νημάτων αγγλικής κατασκευής.[ΕΤΥΜΟΛ. Εμπορική ονομασία που προέρχεται από τα στοιχεία τής συνθετικής ύλης terephthalic (acid) + ethylene].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τερυλένιο — το, Ν χημ. τερυλέν. [ΕΤΥΜΟΛ. < τερυλέν + κατάλ. ιο] … Dictionary of Greek